- τυροποίηση
- η, Νμετατροπή σε τυρί.[ΕΤΥΜΟΛ. < τυροποιῶ. Η λ., στον λόγιο τ. τυροποίησις, μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυματίωση — Λοιμώδης νόσος, που προσβάλλει τον άνθρωπο και μερικά ζώα και προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της φ., τον βάκιλλο (Mycobacterium tuberculosis) που ανακάλυψε ο Κοχ. Η φ. του ανθρώπου μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορες κλινικές εικόνες και εξαρτάται … Dictionary of Greek